χειμαδίου

χειμαδίου
χειμάδιον
winter dwelling
neut gen sg
χειμάδιος
winter dwelling
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ζαλόγγου, δήμος — Νέος δήμος (5.043 κάτ.) του νομού Πρεβέζης, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Βράχου, Καμαρίνας, Καναλίου, Κρυοπηγής, Μυρσίνης, Νέας Σαμψούντος, Νέας Σινώπης, Ριζών και Χειμαδιού, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”